- τρέφω
- ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ)2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.)3. παρέχω τα απαραίτητα για τη συντήρηση κάποιου, διατρέφω (α. «έχει να θρέψει επτά άτομα» β. «τρέφειν... τὴν οἰκίαν ὅλην», Δημοσθ.)4. (σχετικά με διάφορα μέλη τού σώματος και ιδίως σχετικά με τρίχωμα) αφήνω να μεγαλώσει, αφήνω να αναπτυχθεί (α. «τρέφει μύστακα» β. «θρέψειν κόμην», Ηρόδ.)5. (για τη γη και τη θάλασσα) είμαι γεμάτος, παράγω (α. «η λίμνη τρέφει κεφάλους» β. «ὅσα τρέφει... χθών», Ομ. Ιλ.)6. δίνω ζωή, ζωογονώ, ενισχύω (α. «ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια» β. «τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν», Αισχύλ.)7. διατηρώ κάτι μέσα μου (α. «τρέφει την ελπίδα» — ελπίζειβ. «τρέφω τα καλύτερα αισθήματα» γ. «τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν», Σοφ.)νεοελλ.1. (για τραύμα) επουλώνομαι, θεραπεύομαι2. (για καρπούς) ωριμάζω3. εκτρέφω4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θρεμμένος, -η, -οπαχύς, ευτραφής5. παροιμ. «θρέψε λύκο το χειμώνα να σέ φάει το καλοκαίρι» — λέγεται για αχάριστο και αγνώμονα που στρέφεται κατά τού ευεργέτη τουαρχ.1. κάνω κάτι πηχτό ή στερεό, πήζω ή παγώνω κάποιο υγρό («ἄλλος τρέφε πίονα τυρόν», Θεόκρ.)2. περιποιούμαι, περιθάλπω («τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον», Ομ. Οδ.)3. (σχετικά με δούλο) συντηρώ («ἦ δοῡλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς», Σοφ.)4. (σχετικά με στράτευμα πεζικό ή ναυτικό) τροφοδοτώ, συντηρώ («τρέφοντος τὸ ἥμισυ τοῡ στρατοῡ», Θουκ.)5. (σχετικά με φυτά) περιποιούμαι, καλλιεργώ6. (για τη γη) παρέχω σε κάποιον τα αναγκαία για τροφή («ἀγρὸς τρέφων καλῶς», Μέν.)7. εκπαιδεύω, αναπτύσσω πνευματικά («Δήμητερ ἡ θρέψασα τὴν ἐμὴν φρένα», Αισχύλ.)8. (για τροφή) έχω θρεπτικές ιδιότητες («τὰ Ἡρακλεωτικα τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῑς ἀμυγδάλοις», Διοκλ.)9. παθ. τρέφομαιυπάρχω πάντοτε («γένος..., ὅπερ ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη», Αριστοφ.)10. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ τρέφωνο δεσπότης11. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ τρεφόμενοςτο παιδί για όσο χρόνο ανατρεφόταν από τις γυναίκες, δηλαδή μέχρι το πέμπτο έτος τής ηλικίας του12. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ τρέφουσαη τροφός13. (το θηλ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ἡ θρέψασαη πατρίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέφω (< *θρέφω με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *dhrebh- με σημ. «κάνω ή αφήνω κάτι να αναπτυχθεί, να μεγαλώσει» και θα μπορούσε να συνδεθεί με τους τ. τής Βαλτικής: λιθουαν. drebiu «διαπλάθω ένα υλικό δίνοντάς του μέγεθος και σχήμα» και λεττον. drēbt, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το χιονόνερο που πέφτει. Το ρ. επίσης θα μπορούσε να συνδεθεί και με τ. τής Γερμανικής, Σλαβικής και Κελτικής που έχουν τη σημ. «κατακάθι»: αρχ. άνω γερμ. trebir, αγγλ. draff, ρωσ. droba, ιρλδ. drab. Οπως έγινε φανερό, αν δεχθούμε την συγκεκριμένη ετυμολ., το ρ. τρέφω ανάγεται σε ρίζα που χρησιμοποιήθηκε στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώσει τεχνικούς όρους τής καθημερινής γλώσσας. Μια ανάλογη χρήση τής ρίζας μαρτυρείται και στην Ελληνική στην αρχ. σημ. τού ρ. τρέφω «κάνω κάτι πηχτό ή στερεό, πήζω ή παγώνω κάποιο υγρό» και επίσης στο ουσ. θρόμβος* «μάζα που έχει αυξηθεί», το οποίο ανάγεται στην ίδια ρίζα με το ρ. τρέφω. Στην Ελληνική, ωστόσο, διευρύνθηκε η σημ. τού ρ. τρέφω και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αφ' ενός την έννοια τής τροφής, τού ταΐσματος που αποσκοπεί στην ανάπτυξη, και, αφ' ετέρου, γενικότερα την έννοια τής ανατροφής, διαπαιδαγώγησης και εκπαίδευσης τών νεαρών ατόμων για να αναπτυχθούν σωστά. Στην απαθή βαθμίδα τού θ. τρεφ- ανάγονται: ο μέλλ. θρέψω και ο αόρ. ἔθρεψα, το ρηματ. επίθ. θρεπτός και τα ουσ. θρέμμα, θρέψις, τρέφος. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. τροφ- ανάγονται ο παρακμ. τέτροφα, τα ουσ. τροφή, τροφός και τρόφις και επίσης τα σύνθ. σε -τροφος (πρβλ. λιπαρό-τροφος, νεό-τροφος, ὀρεσσί-τροφος με παθητική σημ. και ἱππο-τρόφος, μηλο-τρόφος με ενεργητική σημ.). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα, τέλος, τραφ- ανάγονται ο παθ. αόρ. ἐτράφην, το επίθ. τραφ-ερός, τα σύνθ. σε -τραφής (πρβλ. εὐ-τραφής, μηρο-τροφής) και ο δωρ. τ. τράφω τού ρήματος].
Dictionary of Greek. 2013.